- τριστοιχί
- τρι-στοιχί: in three rows, Il. 10.473†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τριστοιχί — in three rows indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριστοιχεί — τριστοιχί in three rows indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριστοιχεί — και τριστοιχί Α επίρρ. σε τρεις στοίχους, σε τρεις σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίστοιχος + επιρρμ. κατάλ. εί / ί (πρβλ. παμψηφ εί, ἀμαχητ ί)] … Dictionary of Greek